- ακομπανιαμέντο
- ακομπανιαμέντο, το και ακομπανιάρισμα, το, -ατος(λ. ιταλ.), μουσική υπόκρουση ή συνοδεία που ενισχύει την κύρια φωνητική ή ενόργανη μελωδία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.